Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰ καινά

См. также в других словарях:

  • καινά — καινός new neut nom/voc/acc pl καινά̱ , καινός new fem nom/voc/acc dual καινά̱ , καινός new fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάινα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 174 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. ΝΑ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βάμου …   Dictionary of Greek

  • καινᾷ — καινός new fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καινά — Καινόν neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινάν — καινά̱ν , καινός new fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινάς — καινά̱ς , καινός new fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καίν' — Καινά , Καινόν neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίν' — καινί , καινίς knife fem voc sg καινά , καινός new neut nom/voc/acc pl καινά̱ , καινός new fem nom/voc/acc dual καινά̱ , καινός new fem nom/voc sg (doric aeolic) καινέ , καινός new masc voc sg καιναί , καινός new fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACENA — Graece Α᾿κένα, antiquis Α῎καινα, Columellae Acna, recentioribus Acra, mensurae genus apud Heronem Agrimensorem, quod X. pedum Phileraeriorum is facit: ἡ δὲ Α᾿κένα εχει πόδας φιλεταιρίους ί ἠτοι δάκτυλους ρξ. Alter Hero Geodaetes, ei tribuit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… …   Dictionary of Greek

  • καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»